- κρύωμα
- το (Μ κρύωμα) [κρυώνω]η αίσθηση τού ψύχους, ψύχος, κρύονεοελλ.κρυολόγημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρύωμα — το, ατος 1. το αίσθημα του ψύχους. 2. κρυολόγημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατάψυξη — Υπερβολική ψύξη σε θερμοκρασίες μικρότερες των 0°C, με σκοπό τη διατήρηση διαφόρων ουσιών, με ιδιαίτερη έμφαση στη συντήρηση τροφίμων. Αν και η ποιότητα πολλών τροφίμων μειώνεται με την κ., τα περισσότερα διατηρούνται ικανοποιητικά (ακολουθώντας… … Dictionary of Greek
ψύξη — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι σωματικές βλάβες, που προκαλούνται από το ψύχος. Οι βλάβες αυτές διακρίνονται σε τοπικές και σε γενικές. Οι πρώτες λέγονται συνήθως χείμεθλα ή κρυοπαγήματα. Είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί μέχρι ποιο βαθμό… … Dictionary of Greek
βράσιμο — το 1. η βράση, ο βρασμός. 2. μτφ., ο ρόγχος: Από το κρύωμα που έχω αρπάξει ακούγεται ένα βράσιμο στο στήθος μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάργωμα — το, ατος το κρύωμα, το πάγωμα, το ξεπάγιασμα, το μούδιασμα από το κρύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψύξη — η η πράξη και το αποτέλεσμα του ψύχω, πτώση της θερμοκρασίας, κρύωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψύχρανση — η 1. κρύωμα. 2. μείωση του ενθουσιασμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)